2. Ποια τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης οικολογικής σκέψης;
Η οικολογία γεννιέται το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα σε θετικιστικές βάσεις, προσδιοριζόμενη σαν το σύνολο των επιστημών των σχέσεων ενός οργανισμού με το περιβάλλον του. Ανεξάρτητα όμως από την πολιτισμική εξέλιξη του όρου, η επιστημονική διάσταση της γένεσης του σφραγίζει ακόμη τον σύγχρονο περιβαλλοντισμό: το παρατηρούμενο είναι αποκομμένο από τον παρατηρητή και ο άνθρωπος αυτοπροστατεύεται, δυιστικά, δίχως καμία προσπάθεια μεταλλαγής των σχέσεων του με την «φύση». Αυτό ακριβώς αποτελεί και το εργαλείο αποκωδικοποίησης των αντιφάσεων του οικολογισμού και των συνιστωσών του: ο τρόπος θεώρησης της «φύσης», από οντολογικής και αξιολογικής σκοπιάς, αναφορικά με την έννοια που αποδίδεται στο «περιβάλλον».
Η «φύση» ενέχει μιας ζωντανής, σχετίζουσας, πολυπλοκότητας η οποία της προσδίδει μια διάσταση σαφώς διασταλτικότερη από εκείνη του απλού αθροίσματος των μερών των οποίων επεξηγεί τις σχέσεις. Η ελληνική ετοιμολογία του όρου δεν την προσδιορίζει σαν απλό άθροισμα των φυσικών οντοτήτων που την συνθέτουν - χλωρίδα, πανίδα, οργανικός και ανόργανος κόσμος - αλλά σαν αξίωμα και αρχή που καθορίζει γένεση, κίνηση και κύκλο ζωής. Η έννοια του «περιβάλλοντος», αντίθετα, ταυτίζεται με αυτό το οποίο «υπάρχει γύρω» και γύρω από τον άνθρωπο, ο οποίος περιορίζει το όλον σε ότι του χρειάζεται ή σε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει. Η αναγωγή της «φύσης» σε «περιβάλλον» διατηρεί μία σχέση γνήσια λειτουργική με την πολιτισμική μας συνείδηση η οποία οδηγεί έως το μηδενιστικά τεχνάσματα της σύγχρονης τεχνοκρατίας της οποίας ο πολιτικός περιβαλλοντισμός αποτελεί ουσιαστική συνιστώσα.
Για την ιστορία, η κοινωνική και πολιτική συγκρότηση του οικολογισμού θα λάβει χώρα μεταξύ των δεκαετιών του ’60 και του ’70 του περασμένου αιώνα, όταν οι επιπτώσεις της περιβαλλοντικής μόλυνσης θα προβληθούν σε πρώτο πλάνο χάριν της διεύρυνσης του μαζικού καταναλωτισμού σε όλο τον δυτικό κόσμο. Το σημείο αναφοράς θα αποτελέσει η Ραχήλ Κάρσον και το γνωστό της «Σιωπηρή Ανοιξη», αφιερωμένο στην ολοκληρωτική απουσία του έμβιου κόσμου στις απέραντες βιομηχανικές μονοκαλλιέργειες που ξεχειλίζουν ζιζανιοκτόνο. Η πραγματική όμως στροφή, σε πολιτισμικό επίπεδο και επίπεδο υπαρξιακής αυτογνωσίας, θα πραγματοποιηθεί δέκα χρόνια αργότερα, μεταξύ του ’80 και του ’90, μέσω του οικολογικού ριζοσπαστισμού της επιλεγόμενης και οικολογίας του βάθους.
Ο οικολογικός ριζοσπαστισμός θα αποτελέσει σημείο αναφοράς που θα συσπειρώσει τους πλέον ετερογενείς στοχαστές, από τον Βέντελ Μπέρρυ και τον Εντουαρτ Γκόλντσμιθ έως τους Μπάρρυ Κομμόβερ, Αρνε Νες και Γκάρυ Σνάιντερ. Αν και από διαφορετικές οπτικές και με διαφορετικές ευαισθησίες, διεκδικούν όλοι τους την πρωτιά της ανάδειξης της πραγματικής διάστασης και αξίας της «φύσης» και της θέσης του ανθρώπου στο εσωτερικό της, μέσω μιας εύστοχης κριτικής στον επιστημονικό και τεχνολογικό πολιτισμό.
Ο ριζοσπαστικός οικολογισμός ξεπερνά τις προσεγγίσεις ακριβούς επιστήμης για να ολοκληρώσει την οπτική του στο πεδίο της αυτό-επίγνωσης, της αυτό-συναίσθησης και της συνειδητοποίησης του «φυσικού» και της «φύσης». Ο άνθρωπος προσλαμβάνει την ολιστική του διάσταση σαν μέρος ενός «όλου» αλληλοσυσχετισμών και αλληλοεπιδράσεων. Γεννιέται η οικοκεντρική οπτική σύμφωνα με την οποία η «φύση» προστατεύεται ακριβώς για αυτό που είναι και για την αξία της ανεξάρτητα από την εργαλειακή ή/και την διαγενεαλογική της χρησιμότητα. Η επιχειρούμενη προσέγγιση είναι γνήσια ριζοσπαστική: επείγει η ανάγκη δραστικής αναθεώρησης των δομών της σύγχρονης κοινωνίας, των πολιτισμικών μορφών της και της θέσης του ανθρώπου στην «φύση». Επείγει η επέμβαση στις αιτίες και όχι στα αποτελέσματα. Δεν χρειάζονται «καινοτομίες». Αρκεί η επικαιροποίηση κάτι πάρα πολύ παλιού, σχεδόν αρχαϊκού, με λίγα λόγια η επάνοδος «στην πηγή» των πραγμάτων: η βαθιά κατανόηση της σοφίας της Γης και των οικοσυστημικών ισορροπιών ή η συνειδητοποίηση της ομοιοστατικής συμβίωσης του έμβιου κόσμου. Επάνοδος «στην πηγή» των πραγμάτων σημαίνει αποδόμηση της τεχνόμορφης μηχανής του επιστημονισμού, μέσω της υπέρβασης κάθε μερικής προσέγγισης αναγωγιστικού χαρακτήρα και της οντολογικής ταύτισης με αυτόν τον κόσμο. Οι πλέον ριζοσπαστικές μορφές της προσέγγισης αυτού του τύπου φθάνουν στην υπόθεση της ολικής απαγόρευσης της φύσης για τον άνθρωπο, ακριβώς στον αντίποδα της καρτεσιανής παραδοχής της εκστατικής της ατένισης και της μηχανιστικής της εκμετάλλευσης ενώ οι πιο ακραίες θεματικές τους, όπως αυτές που απορρέουν από την οπτική της «άγριας φύσης», ανάγουν το «αμόλυντο» σε κάλεσμα του χαμένου ενστικτώδους του «πολιτισμένου» ανθρώπου εν είδη ανάγκης επανασύνδεσης με την έμβιο κοινότητα ή και φυσιοκρατικού σολιψισμού.
Ο σεβασμός του έμβιου κόσμου δεν προϋποθέτει την αποδοχή μιας άκριτης ισότητας μεταξύ ανθρώπου, ζωικού και φυτικού βασιλείου και ορυκτού κόσμου, αλλά την επίγνωση της διαφορετικότητας και του αλληλοσυσχετισμού τους. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα έγκειται στον εντοπισμό μιας «δίκαιας» οδού από την οπτική της ολιστικής επανισορρόπισης μεταξύ «φύσης» και πολιτισμικής διάστασης. Αυτό είναι και το έργο του οικολογισμού.
(Από: http://prasinovelos.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου